- παγοδρομώ
- (ε) αμετ. кататься на коньках; заниматься конькобежным спортом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παγοδρομώ — έω ολισθαίνω, γλιστρώ με κατάλληλα πέδιλα πάνω σε παγωμένη και λεία επιφάνεια, συμμετέχω σε παγοδρομίες, πατινάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + δρομώ (< δρόμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στο περιοδικό Χρυσαλλίς] … Dictionary of Greek
παγοδρομώ — όμησα, γλιστρώ πάνω σε πάγο με ειδικά πέδιλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παγοδρομία — Bλ. λ. πατινάζ. * * * η 1. ολίσθηση πάνω σε παγωμένη και λεία επιφάνεια με ειδικά πέδιλα, ως μέσο μετακίνησης στις χώρες με μεγάλη διάρκεια χειμώνα ή ως άθλημα, αλλ. πατινάζ («παγοδρομία ταχύτητας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παγοδρομώ. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek